-
1 акт
акт м 1) (действие) η πράξη 2) (документ) το έγγραφο подписать \акт υπογράφω το έγγραφο 3) театр, η πράξη* * *м1) ( действие) η πράξη2) ( документ) το έγγραφοподписа́ть акт — υπογράφω το έγγραφο
3) театр. η πράξη -
2 подписать
ρ.σ.μ.1. υπογράφω•подписать приказ υπογράφω δ ιαταγή•
подписать документ υπογράφω έγγραφο•
подписать вместе с другим προσυπογράφω•
подписать договор υπογράφω συνθήκη (συμφωνία).
2. γράφω στο τέλος•он -ал ещё несколько строчек αυτός έγραψε στο τέλος ακόμα μερικές σειρές.
3. (εγ)γράφω συνδρομητή (σε εφημερίδα, περιοδικό κ.τ.τ.).1. υπογράφω•я готов подписать под этим обеими-руками είμαι έτοιμος να υπογράψω αυτό με τα δυό τα χέρια(ολόψυχα).
2. εγγράφομαι•подписать на журнал εγγράφομαι (συνδρομητής) στο περιοδικό•
подписать на заем εγγράφομαι στο δάνειο.
-
3 парафирование
(дипл.) η προκαταρκτική υπογραφή (με αρχικά) ενός διεθνούς εγγράφου, η μονογράφηση-ть (дипл.эк.) υπογράφω (με αρχικά γράμματα) ένα διεθνές έγγραφο, μονογραφώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > парафирование
-
4 письмо
1. (умение, навыки писать, а также само написание) η γραφή, το γράψιμο 2. (система графических знаков, употребляемых для писания) η γραφήиероглифическое - см. идеографическое -пиктографическое - см. пиктографияслоговое - см. силлабическое -3. (почтовое отправление) το γράμμα, η επιστολήсрочное - επείγων - 4 (официальный документ) η επιστολ/ή, το γράμμαотправить - στέλνω/αποστέλλω την -подлинник - а см. оригинал - а подписать - υπογράφω την -посылать - στέλνω/αποστέλλω την --подтверждающее фрахтование -, η οποία επιβεβαιώνει την ναύλωσηсопроводительное - το συνοδευτικό γράμμα 5 (стиль манера художественного изображения) η τεχνοτροπία, το στυλРусско-греческий словарь научных и технических терминов > письмо
См. также в других словарях:
προσυπογράφω — ΝΑ [ὑπογράφω] νεοελλ. 1. υπογράφω μαζί με άλλους, συνυπογράφω («το έγγραφο προσυπέγραψαν και τα μέλη τού συμβουλίου που ήταν απόντα στην προηγούμενη συνεδρίαση») 2. μτφ. εγκρίνω, αποδέχομαι απολύτως κάτι αρχ. 1. σχεδιάζω κάτι ακόμη 2. επισυνάπτω… … Dictionary of Greek
συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… … Dictionary of Greek
υπογραφή — η / ὑπογραφή, ΝΜΑ [υπογράφω] το όνομα και το επώνυμο ή το αρχικό τού ονόματος και το επώνυμο κάποιου, το οποίο γράφει ο ίδιος στο τέλος επιστολής ή άλλου κειμένου για να δηλώσει ότι το κείμενο είναι δικό του ή ότι εγκρίνει το περιεχόμενό του (α.… … Dictionary of Greek
γράφω — (AM γράφω) 1. αποδίδω λέξεις με γράμματα τού αλφαβήτου 2. ζωγραφίζω 3. γράφω επιστολή 4. καταχωρίζω σε κατάλογο 5. εγγράφω, κατατάσσω σε σχολείο κ.λπ. νεοελλ. 1. ξέρω να γράφω 2. συγγράφω, δημοσιεύω 3. κληροδοτώ, μεταβιβάζω την κυριότητα ακινήτου … Dictionary of Greek